νεκροφόρα

νεκροφόρα
1) karawan (m) rzecz.
2) katafalk (m) rzecz.

Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεκροφόρα — η βλ. νεκροφόρος …   Dictionary of Greek

  • νεκροφόρα — η όχημα με το οποίο μεταφέρονται οι νεκροί για την ταφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκροφόρος — Έντομο της οικογένειας των σιλφιδών της τάξης των κολεόπτερων. Παίζει σημαντικό ρόλο στην εξαφάνιση των νεκρών σωμάτων των μικρών ζώων, γιατί φροντίζει να σκάψει το χώμα και να τα θάψει. Αυτό το κάνει γιατί στα θαμμένα πτώματα αφήνει τα αυγά του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”